- αλιευτική
- η рыболовство
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἁλιευτικῇ — ἁλιευτικός of fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλιευτική — ἁλιευτικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλιεία — Πλουτοπαραγωγικός πόρος μιας χώρας που προέρχεται από τη συλλογή και την εμπορία ψαριών. Δραστηριότητα του ανθρώπου που αποβλέπει στη θήρα ψαριών και άλλων ειδών που ζουν μέσα στα νερά. Η δραστηριότητα αυτή είναι πανάρχαια –μόνη προγενέστερή της… … Dictionary of Greek
γάτα — Κοινή ονομασία μικρού σαρκοφάγου ζώου της οικογένειας των αιλουροειδών. Η άγρια γ. (γαλή η αγρίαδασόβια) είναι μεγαλύτερη από την οικιακή (γαλή η οικοδίαιτη) και μπορεί να φτάσει σε μήκος τα 120 εκ., από τα οποία τα 35 εκ. ανήκουν στην ουρά. Η… … Dictionary of Greek
Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
αλιευτικός — ή, ό (Α ἁλιευτικός, ή, όν) [ἁλιεύω] 1. ο σχετικός με το ψάρεμα ή ο κατάλληλος γι’ αυτό, ο ψαράδικος 2. το θηλ. ως ουσ. η αλιευτική (ενν. τέχνη) η τέχνη τού ψαρέματος, η ψαρική νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το αλιευτικό μηχανοκίνητο συνήθως πλοιάριο… … Dictionary of Greek
γριπηίς — γριπηίς, η (Α) [γριπεύς] φρ. «γριπηίς τέχνη» η αλιευτική … Dictionary of Greek
θώμιγξ — θῶμιγξ, γγος, ἡ (Α) 1. λεπτό σχοινί, σπόγγος, τριχιά 2. χορδή τόξου, νεβρά 3. αλιευτική ορμιά, πετονιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση με ρίζα *θωμ(ο) (πρβλ. λατ. funis «σχοινί», τοχ. ΑΒ tsu «συνδέω») + επίθημα ιγγ δεν θεωρείται πειστική] … Dictionary of Greek
ιχθυβόλος — ἰχθυβόλος και ἰχθυοβόλος, ον (Α) 1. αυτός που πιάνει ψάρια, αυτός που ψαρεύει 2. αλιευτικός («ἰχθυβόλος μηχανή» αλιευτική τρίαινα, καμάκι 3. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἰχθυβόλος αλιέας, ψαράς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο) * + βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ … Dictionary of Greek
ιχθυοθηρικός — ἰχθυοθηρικός, ή, όν (Α) [ιχθυοθήρας] 1. αυτός που ανήκει στον ιχθυοθήρα* 2. φρ. «ἰχθυοθηρική τέχνη» η τέχνη τού ιχθυοθήρα, η αλιευτική … Dictionary of Greek